Σέριφος

Η Σέριφος είναι νησί του Αιγαίου Πελάγους που ανήκει στις Κυκλάδες. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Χώρα (ή Σέριφος), η οποία είναι χτισμένη σε υψόμετρο 200 μ. Επίνειο είναι το Λιβάδι, ενώ άλλοι μεγάλοι οικισμοί είναι ο Κουταλάς, το Μεγάλο Λιβάδι και ο Κένταρχος. Η επιφάνειά της Σερίφου εκτιμάται στα 75,207 τ.χλμ. ενώ έχει μήκος ακτών 83 χιλιόμετρα. Στην απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 1.420 άτομα. Το νησί άκμασε στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν μεταλλευτικές εταιρίες που εκμεταλλεύονταν το πλούσιο υπέδαφός του. Αργότερα όμως τα μεταλλεία εγκαταλείφθηκαν, επειδή η εξόρυξη κρίθηκε ασύμφορη, και αρκετοί οικισμοί ερημώθηκαν.
Από την αρχαιότητα είναι γνωστή σαν άγονο νησί. Η ψηλότερη κορυφή είναι ο Τούρλος και έχει 585 μ. υψόμετρο. Το υπέδαφός της έχει κοιτάσματα αιματίτη (Fe2O3) και μαγνητίτη (Fe3O4) που σχηματίσθηκαν από μεταμόρφωση επαφής στα όρια μίας γρανιτικής διείσδυσης και είναι κοιτάσματα τύπου skarn πλούσια σε διάφορα ορυκτά.Στην περιοχή Μούτουλα,στο Βόρειο τμήμα του νησιού, κοντά στον οικισμό Γαλανή, είναι γνωστή μία μικρή εμφάνιση μικτών θειούχων ορυκτών,όπου κατά το παρελθόν έγινε περιορισμένη εκμετάλευση. Το 2004 κατασκευάστηκε φράγμα χωρητικότητας 700.000 μ3 στην τοποθεσία Στενό κοντά στο Λιβάδι για την ύδρευση και άρδευση του νησιού [1]. Γνωστές παραλίες είναι τα Λιβαδάκια , το Καλό Αμπέλι, το Γάνεμα και η Βαγιά στον νότο, το Μαλλιάδικο, το Μεγάλο Λιβάδι και ο Αβεσσαλός στα δυτικά, η Συκαμιά, ο Πλατύς Γιαλός και τα Δυο Γιαλούδια στα βόρεια και η Ψιλή Άμμος, ο Άγιος Σώστης, ο Άγιος Ιωάννης και η Λια στα ανατολικά. Το νησί έχει τρεις κύριους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Ο πρώτος οδηγεί από το Λιβάδι στη Χώρα. Μετά τη Χώρα ο δρόμος διακλαδίζεται. Ένας δρόμος καλύπτει το βόρειο και το ανατολικό τμήμα του νησιού (βόρειος περιφερειακός) και ο άλλος το νοτιοανατολικό (νότιος περιφερειακός). Και οι δύο διακλαδώσεις επιστρέφουν κυκλικά από τα νότια στο Λιβάδι. Κοντά στη Σέριφο βρίσκονται οι νησίδες Σεριφοπούλα στον Βορρά και Βους στα ανατολικά.
Τοπικό φαγητό θεωρείται η ρεβυθάδα, η λούζα και το ντόπιο τυρί.
Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν Αιολείς από τη Θεσσαλία, ενώ αργότερα στο νησί έφτασαν Ίωνες άποικοι από την Αθήνα. Μεταλλεία σιδήρου και χαλκού υπήρχαν από την αρχαιότητα και οι μεταλλουργικές δραστηριότητες ανάγονται στους Πρωτοκυκλαδικούς χρόνους (3η π.Χ. χιλιετία). Ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα στη Σέριφο δεν υπάρχουν. Τα μόνα αρχαία κτίσματα που σώζονται είναι μαρμάρινοι πύργοι με πιο γνωστό τον Ασπρόπυργο, στον όρμο του Κουταλά, ο ορθογώνιος Ψαρόπυργος (ή καναπές του Κύκλωπα) στη χερσόνησο του Κύκλωπα, στα νοτιοδυτικά του Μεγάλου Λιβαδιού και ένας κυκλικός πύργος, κατασκευασμένος από μάρμαρο και γνεύσιο στον αυχένα της χερσονήσου της Κεφάλας. Ορισμένοι εξ αυτών φαίνεται οτι συνδέονται με τις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τη μυθολογία στη Σέριφο κατέληξε το κουτί, στο οποίο ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος είχε κλείσει την κόρη του Δανάη με τον μικρό γιο της Περσέα, για να εξαφανιστούν. Εκεί μεγάλωσε ο Περσέας. Όταν μεγάλωσε, ο βασιλιάς της Σερίφου Πολυδέκτης τον έπεισε να του φέρει την κεφαλή της Μέδουσας, μιας από τις τρεις Γοργόνες, που όποιος την έβλεπε κατά πρόσωπο απολιθωνόταν. Ο Περσέας με τη βοήθεια των θεών θα τα καταφέρει και θα επιστρέψει στη Σέριφο. Στο μεταξύ ο Πολυδέκτης είχε αποπειραθεί να βιάσει τη Δανάη και αυτή για να προστατευτεί είχε καταφύγει σε έναν ναό. Για να εκδικηθεί ο Περσέας, έδειξε στον Πολυδέκτη το τρόπαιό του και εκείνος απολιθώθηκε. Από αρχαίες μαρτυρίες είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Σερίφου λάτρευαν τον Περσέα.
Επίσης στην αρχαιότητα υπήρχε η παράδοση ότι οι βάτραχοι της Σερίφου είναι άφωνοι, η οποία απαντά σε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Φαίνεται να υπήρχε και η παροιμιώδης έκφραση σερίφιος βάτραχος ή βάτραχος εκ Σερίφου για άφωνους ανθρώπους. Το βυζαντινό λεξικό Σούδα περιέχει το λήμμα Βάτραχος ἐκ Σερίφου: ἐπὶ τῶν ἀφώνων. παρόσον οἱ ἐν Σερίφῳ βάτραχοι κομισθέντες εἰς Σκῦρον οὐκ ἐφθέγγοντο..
Από τη Σέριφο έχουν βρεθεί αρχαία νομίσματα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και έπειτα, τα οποία απεικονίζουν τον Περσέα, την κεφαλή της Μέδουσας ή τον σερίφιο βάτραχο, που συνδέεται με την τοπική λατρεία του Περσέα. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους το νησί είναι τόπος εξορίας. Επί Τιβερίου, εξορίζεται ο Κάσσιος Σεβήρος, εχθρός της Συγκλήτου λόγω της ταπεινής του καταγωγής και της κακοποιού ζωής του. Επίσης η Βιστιλία το 19 μ.Χ. για ακολασία.
Μέσοι χρόνοι
Η ιστορία της Σερίφου τον Μεσαίωνα είναι όμοια με αυτήν των υπόλοιπων Κυκλάδων. Την εποχή που ιδρύθηκε το Δουκάτο του Αιγαίου περιήλθε και αυτή σε οικογένειες Ιταλών ευγενών, των αδελφών Γκίζι, οι οποίοι την διοικούσαν ως υποτελείς στον Δούκα του Αιγαίου, ενώ έπεφτε συχνά θύμα πειρατικών επιδρομών με αποκορύφωμα την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537. Το 1566 όλες οι Κυκλάδες περιήλθαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου και παρέμειναν ως την Επανάσταση του 1821.
Στη Σέριφο βρίσκεται και η Μονή Ταξιαρχών, η οποία είναι μονή φρούριο και χρονολογείται από το 1572 [4]. Ιδρύθηκε με την έλευση της εικόνας των Ταξιαρχών από την Κύπρο. Είναι χτισμένη με ψηλούς εξωτερικούς τοίχους (περί τα 10 μέτρα ύψος) με πολεμίστρες και τα κελλιά και το καθολικό βρίσκονται εντός των τειχών. Στο παρελθόν ήταν πλούσια και διέθετε κειμήλια και ακίνητη περιουσία και σε γειτονικά νησιά. Για τον λόγο αυτόν ήταν συχνά αντικείμενο επιδρομών από πειρατές. Στη Μονή λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο.
Νεότεροι χρόνοι
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η συστηματική εξόρυξη μετάλλων από εταιρίες στις οποίες είχε παραχωρηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα από το κράτος. Πρώτη ήταν η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» το 1870, η οποία εξήγε ακατέργαστο σιδηρομετάλλευμα σε ευρωπαϊκές χώρες. Το 1880 την εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων του νησιού ανέλαβε η εταιρεία «Σέριφος–Σπηλιαζέζα» που ίδρυσαν πλούσιοι Έλληνες Κωνσταντινουπολίτες με την βοήθεια της Οθωμανικής Τράπεζας (βρετανικών, γαλλικών και οθωμανικών συμφερόντων). Η εταιρεία εκχώρησε την εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων εργολαβικά στον γερμανό Αιμίλιο Γρώμαν ή Γκρώμαν (Emile Grohmann). Στο Μεγάλο Λιβάδι σώζεται νεοκλασικό κτήριο που ήταν η έδρα της μεταλλευτικής εταιρίας.
Το 1882 και 1884 η εταιρεία διήλθε οικονομική κρίση και ξέσπασαν οι πρώτες εργατικές αναταραχές. Το 1885 άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων με ανοδικό ρυθμό παραγωγής έως το 1910 περίπου. Η λειτουργία των μεταλλείων έφερε άνθηση στο νησί και ο πληθυσμός διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1880–1910 εξαιτίας της εισροής εργατών (μεταλλωρύχων) από άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Το 1915 περίπου ξέσπασε κρίση στις τιμές των μετάλλων και η παραγωγή των μεταλλείων κατέρρευσε. Οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία ήταν όμως κακές και τα εργατικά ατυχήματα πολύ συχνά. Τον Αύγουστο του 1916 κήρυξαν απεργία οι μεταλλωρύχοι στο Μεγάλο Λιβάδι ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και μεγαλύτερους μισθούς. Οργανωτής της απεργίας ήταν ο τότε αναρχοσυνδικαλιστής Κώστας Σπέρας, ο οποίος είχε οργανώσει και άλλες απεργίες σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επειδή η εργοδότρια εταιρία ήταν αδιάλλακτη, οι μεταλλωρύχοι κατέλαβαν το λιμάνι και δεν επέτρεπαν στα πλοία επί 20 ημέρες να φορτώσουν μετάλλευμα. Στις 21 Αυγούστου 1916 επενέβη η χωροφυλακή και με διαταγή του επικεφαλής της άνοιξε πυρ κατά των απεργών που εμπόδιζαν τη φόρτωση με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις από αυτούς. Απαντώντας οι μεταλλωρύχοι επιτέθηκαν με πέτρες και ξύλα στους χωροφύλακες σκοτώνοντας τέσσερις (μεταξύ αυτών και τον επικεφαλής) και τραυματίζοντας περισσότερους. Οι απεργοί στη συνέχεια κατέλαβαν τα μεταλλεία και ύψωσαν γαλλική σημαία ζητώντας την προστασία της Γαλλίας. Η πράξη αυτή στη συνέχεια επικρίθηκε από το ΚΚΕ (που δεν είχε ιδρυθεί ακόμη τότε) ως απόδειξη ότι ο Σπέρας εξυπηρετούσε «αλλότρια» συμφέροντα. Σήμερα στο Μεγάλο Λιβάδι υπάρχει μνημείο προς τιμήν των νεκρών απεργών. Το 1925 τέθηκε σε εφαρμογή και στα μεταλλεία το οκτάωρο που είχε ήδη νομοθετηθεί το 1920.

Τα μεταλλεία φυτοζωούν μέχρι το 1934, οπότε, λόγω της ανάκαμψης στις παγκόσμιες αγορές, αρχίζει και πάλι η εντατική εκμετάλλευση με διευθυντή τον γιο του Γρώμαν, Γεώργιο. Κύριος προορισμός των μεταλλευμάτων ήταν η Γερμανία. Τα μεταλλεία παραμένουν ενεργά κατά την διάρκεια της Κατοχής. Με το τέλος της Κατοχής, ο Γεώργιος Γρώμαν εγκαταλείπει την Ελλάδα ως δωσίλογος. Τα μεταλλεία κλείνουν οριστικά το καλοκαίρι του 1963 ως συνέπεια της εξάντλησης των αποθεμάτων, του υψηλού κόστους της σχετικά μικρής κλίμακας εκμετάλλευσης, και κυρίως ως συνέπεια της κατάρρευσης των τιμών των σιδηρομεταλλευμάτων παγκοσμίως.
Τοπική κουζίνα
Τοπικό φαγητό θεωρείται η ρεβυθάδα, που είναι ρεβύθια στον φούρνο με δενδρολίβανο.
Τοπικό έδεσμα της Σερίφου είναι η Λούζα. Η Λούζα είναι ένα είδος παστουρμά που παρασκευάζεται από το κρέας του χοίρου. Ο χοίρος σφάζεται συνήθως στα μέσα του Φθινοπώρου, όταν αρχίζει να πιάνει το κρύο. Το πιο κατάλληλο για λούζα μέρος του ζώου είναι η πλάτη το "ψάρι". Το κρέας αυτό κόβεται σε μακρόστενα κομμάτια και πασπαλίζεται με μπόλικο αλάτι, πιπέρι, κίμινο, μπαχάρι και κανέλλα. Μετά περνιέται σε έντερο, που έχει που έχει πρώτα καλά πλυθεί και ύστερα σταθεί για δύο μέρες σε νερό με λεμόνι. Το κρέας περνιέται στο έντερο, ράβεται με σακοράφα και στρώνεται επάνω σε πλαστήρι-φαρδύ ξύλο. Πάνω στο ξύλο τοποθετούνται πέτρες, πάνω στις πέτρες άλλο πλαστήρι και πάνω και στο δεύτερο πλαστήρι κι άλλες πέτρες. Αφήνεται έτσι για τρεις μέρες και εν συνέχεια αλατοπιπερώνεται και στραγγίζεται στον ήλιο. Η λούζα είναι έτοιμη σε ένα- ενάμιση μήνα περίπου, όταν θα έχει απόλυτα στεγνώσει. Τα κομμάτια της τα κρεμάμε ύστερα στην αποθήκη όπου φυλάσσονται τα τρόφιμα ή στην κουζίνα. Τρώγεται σαν μεζές του κρασιού σκέτη ή με αυγά.
Τοπικό έδεσμα είναι το ντόπιο τυρί. Το γάλα που χρησιμοποιείται ως βάση για το τυρί αυτό είναι κατά προτίμηση κατσικίσιο. Άλλοι χρησιμοποιούν μείγμα κατσικίσιου και προβατίσιου. Η διαδικασία αρχίζει περίπου το Μάρτη. Το γάλα πήζεται με πητιά από το κατσικάκι. Αφού το πηγμένο γάλα σταθεί, μαζεύεται, αλατίζεται και αποτίθεται σε τυροβόλι πλεγμένο με βούρλα. Εκεί το πηγμένο γάλα στραγγίζει ολονυχτίς. Την άλλη μέρα το πρωί τοποθετείται σε καλαμωτή κγια να στραγγίξει τελείως. Μετά το μήνα το τυρί τοποθετείται μέσα σε πήλινο κιούπι, αφού πρώτα αλειφθεί με λάδι, θρούμπι (μυρωδικό που μοιάζει με ρίγανη) και την ύλη του κρασιού (το κατακάθι). Τα υλικά αυτά δημιουργούν προστατευτική κρούστα γύρω από το τυρί, ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το ατμοσφαιρικό αέρα. Στη συνέχεια το κιούπι σφραγίζεται και χώνεται σε λάκκο, όπου πρέπει να παραμείνει όλο το καλοκαίρι, μέχρι περίπου του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου). Μέσα στα μεγάλα κιούπια, που είναι ειδικά για αυτή τη δουλειά, μπορεί να χωρέσουν και εκατό κεφάλια τυρί. Το τυρί αυτό είναι αλμυρό και χρησιμοποιείται είτε στα μακαρόνια είτε σκέτο για φάγωμα.

Tags: