Ο Ρασταφαριανισμός είναi θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα που συνδυάζει στοιχεία του προτεσταντισμού με το μυστικισμό και μία παναφρικανική πολιτική συνείδηση. Τα μέλη του αποδέχονται τον πρώην αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' (1892-1975) ως ηγέτη σταλμένο απο τον Θεό, o οποίος αποκαλείται Γιαχ (Jah) - όνομα που χρησιμοποιέιται σε ορισμένα σημεία στα βιβλία τις Παλαιάς Διαθήκης. Πολλοί κατά καιρούς και ειδικά σε ορισμένες περιοχές της Τζαμάικας θεωρούν πως ο Χαϊλέ Σελασιέ Α' είναι η τελευταία (ιστορικά) 'γήινη ενσάρκωση Του Θεού' και τον αποκαλούν Μεσσία, παρ'ότι ο ίδιος αρνήθικε πολλές φορές δημοσίως πως φέρει ρόλο Μεσσία, μάλιστα συνιστούσε στους οπαδούς του να αποδεχτούν το χριστιανό ορθόδοξο δόγμα αφού ήταν μέλος και ο ίδιος της Χριστιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αιθιοπίας. Οι οπαδοί του ονομάζονται Ρασταφάρι (Rastafari ή Ras Tafari), σύμφωνα με το όνομα που κατείχε ο Χαϊλέ Σελασιέ Α', Ras Tafari Makonnen (Ρας Ταφάρι Μακόνεν), πριν την ενθρόνισή του. Συχνά αποκαλούνται και «Ρασταφαριανοί» (rastafarians) ή απλούστερα «Ράστας» (Rastas). Στην Αμχαρική γλώσσα, η λέξη Ras σημαίνει κυριολεκτικά την κεφαλή αλλά αποτελεί και τίτλο, ισοδύναμο με εκείνο του Δούκα ή του Βασιλιά. Το κίνημα αναπτύχθηκε στη Τζαμάικα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και εξελίχθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο, ιδιαίτερα χάρη στη διάδοσή του μέσα από το μουσικό είδος της ρέγγε κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 και τον ασπασμό του από καλλιτέχνες διεθνούς εμβέλειας, όπως ο Μπομπ Μάρλεϊ και ο Πήτερ Τος.
Οι ρίζες του εντοπίζονται στη διδασκαλία του πολιτικού ακτιβιστή Μάρκους Γκάρβεϊ (1887-1940), ο οποίος προώθησε μία αφροκεντρική ιδεολογία, πιστεύοντας στην επιστροφή των μαύρων στην Αφρική. Εκτός από την πίστη στον αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ Α', κεντρικά σημεία των δοξασιών και των αντιλήψεων των Ρασταφάρι, τουλάχιστον όπως εκφράστηκαν κατά την πρώιμη περίοδο του κινήματός τους, ήταν η πεποίθηση πως οι μαύροι λαοί είναι οι γνήσιοι απόγονοι των Ισραηλιτών, που εξαιτίας της καταπίεσης λευκών δυνάμεων έχουν εξοριστεί από την Αφρική, όπου στο μέλλον θα επιστρέψουν για να κυριαρχήσουν επί των λευκών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ειδικότερα μετά το θάνατο του Χαϊλέ Σελασιέ το 1975, πολλές από τις πεποιθήσεις των Ρασταφάρι υπέστησαν τροποποιήσεις ή αποδόθηκαν με περισσότερο συμβολικό τρόπο, απορρίπτοντας εν μέρει τον αφροκεντρισμό και την αυστηρή τοποθέτηση σε ζητήματα φυλετικής ταυτότητας. Εξαιτίας της απουσίας μίας κεντρικής διοίκησης ή επίσημης εκκλησίας, δεν υπάρχει ένα ρασταφαριανό δόγμα per se, αλλά στη βάση ενός πυρήνα βασικών πεποιθήσεων υφίστανται αποκλίσεις ως προς τις δοξασίες ή το βαθμό προσήλωσης στην καθεμία από αυτές.
Τα πρώτα μέλη του Ρασταφαριανισμού ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό Αφρικανικής καταγωγής και πρώην μέλη άλλων χριστιανικών δογμάτων. Ο προσδιορισμός του αριθμού των μελών του κινήματος παγκοσμίως είναι δύσκολος καθώς δεν υπάρχουν επίσημες στατιστικές. Διαφορετικές εκτιμήσεις αναφέρονται σε συνολικά 200.000-1.000.000 Ρασταφάρι στον κόσμο. Παραδοσιακά, προέρχονται κυρίως από το χώρο των κατώτερων οικονομικών τάξεων, αν και σήμερα έχουν διεισδύσει σε σημαντικό βαθμό στη μεσαία τάξη. Στις καθημερινές πρακτικές τους περιλαμβάνονται αυστηρές διατροφικές συνήθειες που περιλαμβάνουν κυρίως τη χορτοφαγία, η χρήση της κάνναβης για θρησκευτικούς σκοπούς καθώς και η υιοθέτηση χαρακτηριστικής κόμμωσης των μαλλιών σε πλεξίδες («ράστα»).
Προδρομικές του κινήματος των Ρασταφάρι θεωρούνται οι αφροκεντρικές ιδέες που εξέφρασε ο πολιτικός ακτιβιστής Μάρκους Γκάρβεϊ, γεννημένος στη Τζαμάικα και ιδρυτής της Παγκόσμιας Ένωσης για την Πρόοδο των Νέγρων (Universal Negro Improvement Association, UNIA) το 1914. Ο Γκάρβεϊ άσκησε κριτική στον αποικιοκρατισμό και ταυτίστηκε με το «μαύρο εθνικισμό», επιχειρώντας να εξυψώσει το αίσθημα των μαύρων με απώτερο στόχο την επιστροφή τους στην Αφρική. Στα γραπτά και στις ομιλίες του, αναφερόταν στην ενθρόνιση ενός μαύρου βασιλιά στην Αφρική, γεγονός που αν συνέβαινε θα αποτελούσε οιωνό της απελευθέρωσης των Αφρικανών από τη δουλεία και την καταπίεση των λευκών. Η πίστη στην έλευση ενός μαύρου μεσσία ήταν μέρος της κατήχησης τής UNIA και η ανακήρυξη του Ρας Ταφάρι Μακόνεν σε αυτοκράτορα της Αιθιοπίας ερμηνεύτηκε ως εκπλήρωση της προφητείας του Γκάρβεϊ. Με ανάλογο τρόπο, η Αιθιοπία, ως ο τόπος ενθρόνισης του Χαϊλέ Σελασιέ, ταυτίστηκε με τη Σιών. Μέλη του κινήματος του Γκάρβεϊ ξεκίνησαν να κηρύττουν τη θεϊκή υπόσταση του νέου αυτοκράτορα διαμορφώνοντας σταδιακά τη θεολογία του Ρασταφαριανισμού, αρχικά συμπυκνωμένη σε δύο βασικές πεποιθήσεις: την αγιότητα του μαύρου μεσσία Χαϊλέ Σελασιέ και τον επικείμενο επαναπατρισμό στην Αφρική. Η επιστροφή στη γενέτειρα Αφρική δεν αποτελούσε πάντα ένα κάλεσμα μαζικής μετανάστευσης στην αφρικανική ήπειρο, παρά το γεγονός πως ορισμένοι Ρασταφάρι όντως εγκαταστάθηκαν εκεί, αλλά περισσότερο αναφορά σε μία πολιτισμική επάνοδο, διαμέσου μίας πνευματικής σχέσης με την Αφρική.
Κατά την πρώτη περίοδο της διαμόρφωσης του ρασταφαριανισμού, από τις αρχές του 1930 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος υπήρξε ο Λέοναρντ Χάουελ (1898-1981), ο οποίος αναφέρεται συχνά και ως ιδρυτής του. Εκτός από την πίστη στον Χαϊλέ Σελασιέ Α' και την επιστροφή στην Αφρική, ο Χάουελ υποστήριξε και κήρυξε την ανωτερότητα της μαύρης φυλής σε συνδυασμό με το μίσος και την εκδικητικότητα έναντι των λευκών. Τα κοινωνικά μηνύματα που εξέφραζαν οι Ρασταφάρι συνέπεσαν χρονικά με μία περίοδο κατά την οποία επικρατούσαν εξαιρετικά δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στη Τζαμάικα, ενώ συχνά ερμηνεύονται ως μία αντίδραση σε αυτές. Ο Χάουελ υπήρξε επίσης ιδρυτής της πρώτης οργανωμένης κοινότητας Ρασταφάρι που ονομάστηκε Pinnacle (Απόγειο) και αριθμούσε περίπου 500-1600 μέλη. H κοινότητα οργανώθηκε στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης, κοντά στην πρωτεύουσα της Τζαμάικα, και υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική στα πρώιμα στάδια εξέλιξης του ρασταφαριανισμού καθώς καθιερώθηκαν μέσα από αυτή ορισμένες πρακτικές και τελετουργίες που μέχρι σήμερα χαρακτηρίζουν τους Ρασταφάρι, όπως η χρήση της κάνναβης και η κόμμωση που υιοθετήθηκε. Η δράση της κοινότητας, όπως μεταξύ άλλων η καλλιέργεια της κάνναβης, προκάλεσε την επέμβαση των αστυνομικών αρχών, για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1941 και αργότερα στις αρχές του 1954, οδηγώντας στη συλλήψη του Χάουελ και άλλων μελών της, και εν τέλει στην οριστική διάλυσή της.
Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1959, χαρακτηρίζονται ως μία περίοδος ανασύνταξης της ομάδας των Ρασταφάρι, οι οποίοι μετά τη διάλυση της κοινότητας Pinnacle εγκαταστάθηκαν στο Κίνγκστον, ειδικότερα στις περισσότερο φτωχικές συνοικίες, δυτικά της πρωτεύουσας. Σταδιακά οργανώθηκαν διαφορετικές ομάδες, ενώ αξιοσημείωτη δημοσιότητα δόθηκε στο κίνημα τους το 1958, όταν διοργανώθηκε το πρώτο «Παγκόσμιο Συνέδριό» τους, υπό την καθοδήγηση του Τσαρλς Έντουαρντς και συνοδευόμενο από νέες συμπλοκές με τις αστυνομικές αρχές. Τον επόμενο χρόνο, η δράση του αιδεσιμότατου Claudius Henry, ιδρυτή της Αναθεωρημένης Αφρικανικής Εκκλησίας, προσέλκυσε πολυάριθμους Ρασταφάρι, στα πλαίσια μίας γενικής πρόσκλησης επιστροφής στην Αφρικανική ήπειρο. Ο Henry, εξέδωσε εικονικά εισιτήρια που θα επέτρεπαν στους κατόχους τους – έναντι ενός χρηματικού ποσού – να ταξιδέψουν στην Αφρική, ορίζοντας ως ημερομηνία του ταξιδιού την 5η Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Εκατοντάδες άνθρωποι από τη Τζαμάικα συγκεντρώθηκαν για το σκοπό αυτό, που ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, γεγονός που οδήγησε τελικά στη σύλληψη του Henry, ο οποίος επιχείρησε να το αποδώσει σε παρερμηνεία των εξαγγελιών του, υποστηρίζοντας πως είχαν συμβολικό χαρακτήρα. Αργότερα, ο ίδιος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκισης, όταν μετά από επέμβαση της αστυνομίας στο αρχηγείο του, ανακαλύφθηκε πως είχε στην κατοχή του βαρύ οπλισμό, ενώ ανάλογη δράση ανέπτυξε και ο γιος του, Ronald Henry, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι εξελίξεις αυτές, που συνδέονταν με τους Ρασταφάρι, είχαν σημαντική επίδραση στο κίνημά τους αλλά και στην κοινή γνώμη της χώρας, η οποία αντιλαμβανόταν τους Ρασταφάρι ως μία «βίαιη σέκτα». Οδήγησαν επίσης στη διενέργεια μιας αναλυτικής μελέτης των κοινοτήτων τους, εκ μέρους της Τζαμαϊκανής κυβέρνησης και κατόπιν πρότασης των Ρασταφάρι. Αυτή η εκτεταμένη έρευνα που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο των Δυτικών Ινδιώναποτέλεσε την πρώτη συστηματική εξέταση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που διαμόρφωναν το κίνημά τους, αλλά και την πρώτη επίσημη καταγραφή των πεποιθήσεων τους, αναγνωρίζοντας μεταξύ άλλων πως η πλειοψηφία των οπαδών του ρασταφαριανισμού ήταν φιλειρηνική. Στα πλαίσια της μελέτης, προτάθηκε επίσης στη Τζαμαϊκανή κυβέρνηση η αποστολή διπλωματικής αποστολής σε Αφρικανικές χώρες, με συμμετοχή των ηγετικών μορφών του κινήματος των Ρασταφάρι. Η επαφή των τελευταίων με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αφρικανική ήπειρο συνέβαλε ενδεχομένως στο μετριασμό της τάσης των Ρασταφάρι για εγκατάσταση στην Αφρική.
Κατά τη δεκαετία του 1960, ο Ρασταφαριανισμός εδραιώθηκε σταδιακά στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της Τζαμάικα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε η συμμετοχή του ποιητή και σημαντικού μέλους του κινήματος των Ρασταφάρι, Σάμουελ Μπράουν, στην ενεργό πολιτική, συμμετέχοντας στις εκλογές του 1961 ως επικεφαλής πολιτικού σχηματισμού. Παρά το γεγονός πως δεν κατόρθωσε να αποσπάσει περισσότερες από 100 ψήφους, μετέδωσε τη φιλοσοφία του κινήματος σε ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα συμπυκνώνοντας τη σε ένα σύνολο από διακηρύξεις, γνωστές ως «21 σημεία», απομακρυνόμενος εν μέρει από ορισμένες παραδοσιακές αρχές του ρασταφαριανισμού. Η ίδια η υποψηφιότητά του ήταν αντίθετη στην πρακτική των Ρασταφάρι να απέχουν από την πολιτική και να μην ψηφίζουν. Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Ρασταφαριανισμού υπήρξε επίσης η επίσκεψη του Χαϊλέ Σελασιέ στη Τζαμάικα, στις 21 Απριλίου του 1966, ημέρα που εορτάζεται από τους Ρασταφάρι μέχρι σήμερα ως θρησκευτική εορτή. Σε επαφή με τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, διαμορφώθηκε η πεποίθηση πως η αδελφότητα των Ρασταφάρι δεν θα έπρεπε να επιδιώκει την άμεση επιστροφή στην Αφρική πριν την «απελευθέρωση» των Τζαμαϊκανών, όπως είχε υποστηρίξει νωρίτερα και ο Μπράουν. Η νέα ιδεολογία της «απελευθέρωσης πριν τη μετανάστευση» λειτούργησε ευεργετικά ως προς την ενσωμάτωση και αφομοίωση των Ρασταφάρι στις συνθήκες ζωής της Τζαμάικα. Στη δεκαετία του 1970, η δημοφιλία του κινήματος των Ρασταφάρι αυξήθηκε σημαντικά, κυρίως μέσα από την εμβέλεια της προσωπικότητας του Μπομπ Μάρλεϊ, οπαδού του Ρασταφαριανισμού από το 1975, αλλά και εν γένει μέσω της διάδοσης τής ρέγγε. Παράλληλα, ευεργετική για την εξάπλωση του ήταν και η πολιτική που ακολούθησε ο πρωθυπουργός της Τζαμάικα, Μάικλ Μάνλεϊ, δίνοντας περισσότερες ελευθερίες στους Ρασταφάρι. Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν ως μία περίοδος σημαντικής εξάπλωσης του Ρασταφαριανισμού, τόσο στη Τζαμάικα όσο και σε άλλες χώρες όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ειδικά με τη μετανάστευση αρκετών Τζαμαϊκανών στην Αμερική) και στην Αγγλία.
Ομάδες Ρασταφάρι υπάρχουν σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου. Κατά τη δεκαετία του 1980, αρκετά από τα σύμβολα του Ρασταφαριανισμού έχασαν τη θρησκευτική ή ιδεολογική σημασία τους, ενώ ορισμένα από αυτά υιοθετήθηκαν μαζικά.
Σημαία που χρησιμοποιείται συμβολικά από τους Ρασταφάρι, παραλλαγή της σημαίας της Αιθιοπίας. Το κόκκινο συμβολίζει το αίμα των μαρτύρων του κινήματος, όσων δηλαδή πέθαναν αντιστεκόμενοι στη Βαβυλώνα. Το πράσινο αντιπροσωπεύει τη βλάστηση της Αιθιοπίας, ενώ το κίτρινο (χρυσαφί) συμβολίζει τον πλούτο της γης της επαγγελίας. Ο λέοντας αποτελεί σύμβολο του μεσσία Χαϊλέ Σελασιέ Α'.
Κοινή πεποίθηση των περισσότερων παλαιών Ρασταφάρι είναι πως ο πρώην αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, «Βασιλεύς των Βασιλέων» Χαϊλέ Σελασιέ Α', είναι η ενσάρκωση του Θεού (Γιαχ) και ο μαύρος μεσσίας που θα οδηγήσει στο μέλλον τη μαύρη φυλή στη γη της επαγγελίας, η οποία ταυτίζεται με την Αφρική ή ειδικότερα με την Αιθιοπία. Υπό αυτό το πρίσμα, αρκετοί εντάσσουν το ρασταφαριανισμό στα μεσσιανικά μιλλεναριακά κινήματα, ωστόσο πιστεύεται επίσης ότι ο μιλλεναριακός χαρακτήρας του έχει ατονήσει κατά τα νεότερα χρόνια, όπως και οι ιδέες περί επαναπατρισμού στην Αφρική. H ονομασία τους, «Ρασταφάρι», αποτελεί άμεση αναφορά στο πραγματικό όνομα του Χαϊλέ Σελασιέ, γεγονός που αντανακλά την πεποίθηση τους πως ο Θεός ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους. Οι Ρασταφάρι συνέδεσαν τους τίτλους του Χαϊλέ Σελασιέ («Βασιλεύς των Βασιλέων», «Κύριος Κυρίων») με εδάφια της Αποκαλύψεως, ταυτίζοντας τον κατ' επέκταση με το Θεό. Σύμφωνα με την κεντρική πεποίθηση των Ρασταφάρι, ο Χαϊλέ Σελασιέ θα απελευθέρωνε τους μαύρους από το σύστημα καταπίεσής τους από τους λευκούς, το οποίο συχνά αποκαλείται από τους ίδιους και «Βαβυλώνα». Ακόμα και μετά το θάνατο του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, η πίστη αυτή παραμένει ζωντανή, καθώς αρκετοί πιστεύουν πως στην πραγματικότητα ο Σελασιέ δεν πέθανε ποτέ ή κατά άλλους θα επιστρέψει στο μέλλον για τη σωτηρία των ανθρώπων από την καταπίεση. Σύμβολο του μεσσία Σελασιέ αποτελεί ο λέοντας, που συναντάται επίσης σε σημαίες του κινήματος, αλλά και σε μορφές τέχνης, στην ποίηση και στη μουσική.
Η Βίβλος θεωρείται ιερό βιβλίο, ωστόσο δεν είναι αποδεκτή στο σύνολό της. Για τους Ρασταφάρι, το περιεχόμενό της είναι συμβολικό και απαιτείται η κριτική ερμηνεία της για την άντληση των πραγματικών μηνυμάτων που περιέχει, καθώς εξαιτίας διαδοχικών μεταφράσεών της από την αμχαρική γλώσσα έχει υποστεί στρεβλώσεις. Υπό αυτή τη θεώρηση, οι Ρασταφάρι χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά τη μετάφραση του Βασιλέως Ιακώβου (King James Version) και στηρίζουν αρκετές δοξασίες και πρακτικές τους επί συγκεκριμένων βιβλικών εδαφίων. Άλλα κείμενα που στηρίζουν ή διαμορφώνουν τις δοξασίες των Ρασταφάρι είναι το Αιθιοπικό έπος Kebra Nagast (Γκιζ: ክብረ ነገሥት, «Η Δόξα των Βασιλέων») καθώς και η «Βίβλος των Μαύρων» (Holy Piby) του Robert Athlyi Rogers. Το πρώτο αφηγείται την επίσκεψη της Μακέδα, Βασίλισσας του Σαβά, στο Βασιλέα Σολομώντα, με τον οποίο απέκτησε σύμφωνα με το θρύλο, τον Μενελίκ Α', ιδρυτή του βασιλείου της Αιθιοπίας. Η «Βίβλος των Μαύρων» ολοκληρώθηκε κατά την περίοδο 1913-17 και εκδόθηκε το 1924 για να ακολουθήσει σύντομα η απαγόρευσή της στη Τζαμάικα και άλλα νησιά της Καραϊβικής. Αποτελεί κατεξοχήν θρησκευτικό βιβλίο που δίνει έμφαση στην επιστροφή των μαύρων στην Αφρική και αναγνωρίζει μεταξύ άλλων τον Μάρκους Γκάρβεϊ ως απόστολο του Θεού.
Οι Ρασταφάρι πρεσβεύουν πως κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο την αλήθεια, γεγονός που εξηγεί εν μέρει το ευρύ φάσμα πεποιθήσεων που παρατηρείται στις τάξεις τους. Τα ηθικά πρότυπα που ακολουθούν διαφέρουν, αν και έχουν παράλληλα ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι υιοθετούν το ιδανικό της «μιας αγάπης», δηλαδή της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον πλησίον, και πιστεύουν πως κάθε άνθρωπος οφείλει να συμπεριφέρεται με ανεκτικότητα, ειλικρίνεια και ακεραιότητα και να αντιστέκεται ειρηνικά σε κάθε μορφή καταπίεσης. Αρκετοί ζουν σύμφωνα με την ερμηνεία που οι ίδιοι δίνουν στους βιβλικούς κανόνες, όπως αυτοί συναντώνται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.
Ένα από τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά των Ρασταφάρι είναι η κόμμωση που υιοθετούν, συνηθίζοντας να αφήνουν μακριά μαλλιά, με τα οποία αργότερα δημιουργούν πλεξίδες (dreadlocks). Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ• ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13). Η κόμμωση των Ρασταφάρι έχει συνδεθεί επίσης με ευρύτερους συμβολισμούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως πράξη επιθετικής κοινωνικής αντίδρασης και κοινωνικής απομόνωσης. Οι Ρασταφαριανοί έχουν αντιδράσει σε οποιαδήποτε απόπειρα για αλλαγή της εμφάνισης αυτής, ακόμα και όταν υποχρεώνονταν διά νόμου να κόψουν τις πλεξίδες, όπως σε περιπτώσεις κρατουμένων στις ΗΠΑ.
Η χρήση της κάνναβης (ganja) για θρησκευτικούς σκοπούς υιοθετείται από τους Ρασταφάρι και αποτελεί μέρος των θρησκευτικών μυστηρίων τους. Η κάνναβη θεωρείται φυτό εξαιρετικής θρησκευτικής σημασίας και χρησιμοποιήθηκε από τα πρώιμα στάδια της εξέλιξης του ρασταφαριανισμού, αρχικά ως μέσο κοινωνικής αντίδρασης και σύμβολο αυθεντικής ελευθερίας, με δεδομένο το γεγονός πως ήταν απαγορευμένη ουσία, αποκτώντας σταδιακά ιδιαίτερο ρόλο στις τελετουργίες τους. Η χρήση της στηρίζεται στη βάση συγκεκριμένων εδαφίων της Παλαιάς Διαθήκης, όπως αυτά ερμηνεύονται από τους ίδιους:
• Γένεσις, Κεφ. 1.11: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός• βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως»
• Γένεσις, Κεφ. 3.18: «ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ»
• Έξοδος, Ι'.12: «εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν• ἔκτεινον τὴν χεῖρα ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἀναβήτω ἀκρὶς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατέδεται πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃν ὑπελίπετο ἡ χάλαζα»
• Ψαλμοί, ΡΓ'(ΡΔ').14: «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς»
Οι Ρασταφάρι αναγνωρίζουν στην κάνναβη τόσο μία αναζωογονητική δράση όσο και ευρύτερες θεραπευτικές ιδιότητες, θεωρώντας παράλληλα πως ενισχύει τη σοφία και τη δυνατότητα κατανόησης τού ανθρώπου. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στη διάρκεια των θρησκευτικών συγκεντρώσεών τους. Σε αντιδιαστολή, είναι αντίθετοι στη χρήση αλκοόλ ή καπνού, θεωρώντας πως η χρήση των ουσιών αυτών είναι περισσότερο επιβλαβής, ενώ συγχρόνως συνδέεται με την ενίσχυση μεγάλων οικονομικών βιομηχανιών.
Οι Ρασταφάρι ακολουθούν συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες στα πλαίσια των καθημερινών πρακτικών τους. Δίνουν έμφαση στην κατανάλωση αποκλειστικά φυσικών προϊόντων (ital food ή απλά ital, από τον όρο vital) και είναι κατά κύριο λόγο χορτοφάγοι, αποκλείοντας μεταξύ άλλων τη χρήση αλκοόλ, αλατιού ή εν γένει τροφών που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία. Η πρακτική αυτή εναρμονίζεται με μία ευρύτερη τάση των Ρασταφάρι για τη διατήρηση της «πίστης στη Γη και στη φύση», υποδηλώνοντας παράλληλα μία αποποίηση άλλων Αφρικανικών παραδόσεων, ενώ στηρίζεται στα βιβλία Λευιτικόν και Δευτερονόμιον της Παλαιάς Διαθήκης.
Η μουσική διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο κίνημα των Ρασταφάρι και υπήρξε άρηκτα συνδεδεμένη με αυτό, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα των θρησκευτικών τελετουργιών του όσο και μέσο διάδοσής του. Το πιο αυθεντικό είδος που ταυτίζεται με το Ρασταφαριανισμό είναι η θρησκευτική μουσική νιαμπίνγκι (Nyabingi ή nyabinghi) που χαρακτηρίζεται από το έντονα ρυθμικό της στοιχείο, αφρικανικής καταγωγής. Αποτελεί τη βάση του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης τζαμαϊκανής μουσικής και περιλαμβάνει κυρίως ύμνους υπό τον επιβλητικό ήχο τυμπάνων και άλλων κρουστών, που συνοδεύουν τις θρησκευτικές συγκεντρώσεις των πιστών, οι οποίες περιλαμβάνουν συχνά συνοδευτικό χορό και τη χρήση κάνναβης. Η μουσική των ρασταφάρι αντανακλά τις πεποιθήσεις τους και διαπνέεται από βαθύτερους συμβολισμούς, ενώ χαρακτηρίζεται ως ένα είδος μουσικής επίκλησης, σε αντίθεση με άλλά θρησκευτικά μουσικά είδη που είναι κυρίως λατρευτικού χαρακτήρα. Συνδυάζει στοιχεία της μουσικής γκόσπελ του 19ου αιώνα και του είδους burru της αφρικανικής μουσικής παράδοσης. Σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση και εξάπλωση της μουσικής των Ρασταφάρι είχε ο Όσβαλντ Γουίλιαμς, γνωστός ως Count Ossie, εισάγοντας τον τελετουργικό τυμπανισμό που τη χαρακτηρίζει.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο ρασταφαριανισμός συνδέθηκε στενά και με τη ρέγγε, η οποία με τη σειρά της ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τη δημοφιλία του και συνέβαλε στη διάδοσή του, ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στον Καναδά και σε χώρες της Ευρώπης. Διακεκριμένοι μουσικοί και οπαδοί του Ρασταφαριανισμού, όπως ο Μπομπ Μάρλεϊ, χρησιμοποίησαν σύμβολα των Ρασταφάρι, ενσωμάτωσαν στοιχεία της θρησκευτικής μουσικής τους στη ρέγγε, ενώ μέσα από τους στίχους τους εξέφρασαν τις κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις τους και υιοθέτησαν το λεξιλόγιο τους. Σήμερα, καθώς εξελίσεται ραγδιαία ο ρασταφαριανισμός ιδεολογικά και πολιτισμικά είναι εμφανές πως τοποθετείται σε μια νέα σειρά μουσικών όπως η μουσική dub, jungle, στο χιπ-χοπ, στη σύγχρονη reggae κ.α.