Μύκονος

Η Μύκονος είναι νησί του Αιγαίου Πελάγους και ανήκει στις Κυκλάδες. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Χώρα, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού. Η Μύκονος είχε πληθυσμό 10.134 άτομα στην απογραφή του 2011. Η έκταση του νησιού είναι 86,125 τ.χλμ., ενώ έχει μήκος ακτών 89 χιλιόμετρα. Η Μύκονος ήταν από τα πρώτα ελληνικά νησιά που αναπτύχθηκε τουριστικά. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 συνέρρεαν μαζικά τουρίστες προς το νησί. Σήμερα η νυχτερινή ζωή της Μυκόνου θεωρείται από τις πιο ζωντανές και ενεργές στην Ευρώπη. Το πιο γνωστό σημείο του νησιού στη χώρα ονομάζεται μικρή Βενετία λόγω της ομοιότητας του με τη Βενετία.
Ο κάτοικος της Μυκόνου ονομάζεται Μυκόνιος ή Μυκονιάτης - Μυκονιάτισσα.
Μυθολογία
Κατά την μυθολογία, το νησί πήρε το όνομά του ήρωα Μυκόνου, γιου του Αινίου του Καρύστου και Ρυούς της Ζάρυκος (Στέφ. Βυζάντιος). Αποικήθηκε αρχικά από τους Αιγυπτίους, Ικάριους, Φοίνικες και Μινωίτες, κατόπιν από τους Ίωνες υπό την καθοδήγηση του Ιπποκλέους του Νήλου και πατέρα του Φοβίου ή Φορβίου. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν στην Μύκονο και τον ποταμό Αχελώο, ανύπαρκτο σήμερα, και το όρος «Δίμαστον» που είναι δικόρυφο, ευρισκόμενο πάντως μεταξύ δύο όρων (Ανωμερίτη και Βορνιώτη). Aλλη μυθολογική παράδοση που στην αρχαία Μύκονο αναφέρεται στο φόνο των γιγάντων από τον Ηρακλή στο νησί αυτό (Στράβωνος Ί 487), από εκεί φαίνεται να προήλθε και η παροιμιώδης φράση: "Πάντες υπό μία Μύκονον" που αναφέρεται σε πολλά ανόμοια και ασυνάρτητα πράγματα που βρίσκονται σε μία κατηγορία . Ο Στράβωνας αναφέρει επίσης ότι οι Μυκόνιοι ήταν φαλακροί, ενώ άλλοι συγγραφείς υπερβάλλοντας αναγράφουν ότι παρέμεναν άτριχοι ήδη από την βρεφική τους ηλικία. Οι αρχαίοι θεωρούσαν τους Μυκόνιους άπληστους και φιλοκερδείς αντίληψη που αντανακλάται στη φράση: "Μυκόνιος γείτων". Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Μύκονος αναφέρεται σπάνια. Από τον Ηρόδοτο (ΣΤ΄118) αναφέρεται ως ορμητήριο του Πέρσου Δάτιδος το 490 π.Χ. Η Μύκονος έχει 2 κύρια μοναστήρια, το ένα στην σημερινή «Aνω Μερά» και στη θέση «Παλαιόκαστρο», ΝΔ της σημερινής πόλης. Οι Μυκόνιοι, που ανήκαν στην Δηλιακή Συμμαχία, κατέβαλλαν στους Αθηναίους συμμαχικό φόρο ενός ταλάντου. Λάτρευαν εκτός τις υπόλοιπες θεότητες του Πανελληνίου Δωδεκαθέου ιδιαίτερα τον Διόνυσο και την μητέρα του Σεμέλη, την Δήμητρα (Χλόη) και τον Ποσειδώνα, και προς τιμή τους τελούσαν πανηγυρικές γιορτές με θυσίες κάπρων, αμνών και κριών. Τα νομίσματα της Μυκόνου φέρουν τον Διόνυσο ολόσωμο με την κεφαλή του ή την κεφαλή του Ποσειδώνα.
Σύγχρονη ιστορία
Μετά την ρωμαϊκή κυριαρχία η Μύκονος ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ανήκε στο θέμα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους. Ίδια τύχη ακολούθησε η Μύκονος από το 1204 επί Φραγκοκρατίας, όπου περιήλθε στην βενετική οικογένεια του Ανδρέα Γκύζη, που διατήρησε το νησί μέχρι το 1390. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ιδρύθηκε η σημερινή πόλη Μύκονος, πυρπολήθηκε από τον Αραγώνιο ναύαρχο Ρογήρο Λούρια. Μετά το 1390 η Βενετία διώκει την Μύκονο. Έκτοτε αρχίζει η Τουρκοκρατία, κατά το πρώτο διάστημα της οποίας το νησί διώκεται από καπιτάνου και επιτροπής Χριστιανών, διατελούντων από τον Μπέη της Κω, μετά το 1669 δίνεται ως τιμή στους μεγάλους διερμηνείς της Πύλης, εισπράττοντας δια επιτροπής τους φόρους και έχοντας τους αντιπροσώπους αυτούς ως διοικητές. Μεταξύ αυτών των τιμαριούχων της Μυκόνου γνωστότεροι παρέμειναν οι Παναγιωτάκης Νικούσιος και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1669-1709). Κατά την επανάσταση του Ορλώφ, η Μύκονος κατελήφθη από τους Ρώσους, οι οποίοι την είχαν στην κατοχή τους το διάστημα 1770-1774. Γενικά όμως κατά την Τουρκοκρατία η Μύκονος διαμορφώθηκε σε ναυτικό νησί και παρείχε στον οθωμανικό στόλο μια γαλέρα και πληρώματα. Κατά τους χρόνους εκείνους το νησί ήταν γεμάτο πειρατές και κουρσάρους, που αποτελούσαν φόβο των τριγύρω νησιών και των διερχομένων του Αιγαίου εμπορικών πλοίων.
Κατά τον Ιερό Αγώνα η Μύκονος πρωτοστάτησε ηρωικά με τα πλοία της, τα οποία ενώθηκαν με τα λοιπού στόλου υπό τον Τομπάζη και αντιστάθηκαν κατά των Τούρκων επανειλημμένως χάρη στην ηρωίδα Μαντώ Μαυρογένους. Κατ´ επανάληψη ο Τούρκος στόλαρχος επιχείρησε να αποβιβαστεί αλλά οι Μυκόνιοι απομάκρυναν τους Τούρκους σκοτώνοντάς τους ή και τραυματίζοντάς τους. Κατά το 1825, η Μύκονος υπέστη βιαιοπραγία από τον Αυστριακό ναύαρχο Παυλούκα με τη δικαιολογία ότι οι Μυκόνιοι είχαν διαπράξει πειρατική αταξία. Στην πραγματικότητα όμως αυτός ενήργησε με διαταγή της κυβέρνησής του κινούμενος εχθρικά κατά του Ελληνικού Αγώνα.
Το 1887 μετά το ναυάγιο του Αγγλικού ατμόπλοιου VOLTA στα βόρεια παράλια του νησιού, αποφασίστηκε η κατασκευή του φάρου στη θέση "Αρμενιστής". Τελικά η Γαλλική Εταιρεία Φάρων ανέλαβε και ολοκλήρωσε την κατασκευή του έργου το 1891. Το ύψος του πέτρινου φάρου ειναι 19 μέτρα και τό εστιακό του ύψος είναι 184 μέτρα. Ο μηχανισμός του αρχικού φανού που ήταν κατασκευής SAUTER LEMONIER, βραβεύτηκε από την Διεθνή Εκθεση των Παρισίων και λειτούργησε στην κορυφή του φάρου Αρμενιστή μέχρι το 1983. Από τότε εκτίθεται στο προαύλιο του Ναυτικού Μουσείου Αιγαίου που στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό κυκλαδίτικο κτήριο του 19ου αιώνα, στο κέντρο της Μυκόνου, στη θέση Τρία Πηγάδια.
Εκκλησιαστικά η Μύκονος υπάγεται κατ´ αρχάς στην Επισκοπή Δήλου, μετά την παρακμή της ανήκε στην Τήνο. Από την Φραγκοκρατία ιδρύθηκε η Λατινική Επισκοπή Μυκόνου που καταργήθηκε το 1449 ελλείψει Καθολικών. Με την παρέλευση της Φραγκοκρατίας και ειδικότερα από το 1540 με την ανασύσταση της Ελληνικής Εκκλησίας των Κυκλάδων, η Μύκονος ανήκε στην Επισκοπή Παροναξίας και παρέμεινε σ΄ αυτήν μέχρι το 1646, αργότερα στην Επισκοπή Σίφνου και Μήλου. Από το 1833 εντάχθηκε στην Μητρόπολη Σύρου.
Mυκηναϊκός Θολωτός Τάφος
Στα Αγγελικά έγινε εντυπωσιακή αποκάλυψη μυκηναϊκού θολωτού τάφου του τέλους 15ου π.Χ. αιώνα., στην κορυφή του λόφου κοντά στο ξενοδοχείο Λύτρα. Ο τάφος είναι κυκλικός διαμέτρου 5.80 μ. σκαμμένος στο κάτω μέρος μέσα στο έδαφος και με εσωτερική επένδυση τοίχου με λιθοδομή που διατηρείται σε ύψος 4 μ. Ο θόλος που έχει καταρρεύσει είχε προστατευτική επιχωμάτωση. Εσωτερικά στο δάπεδο και σε ύψος 0,30 μ. διατηρείται μια κτιστή επιφάνεια σε σχήμα Π για την εναπόθεση των νεκρών. Ο θάλαμος έχει πρόσβαση από ένα δρόμο μήκους 14 μ. περίπου και πλάτους 2μ. που κατευθύνεται από Ν προς Β. Όλα τα ταφικά αντικείμενα και κτερίσματα, πήλινα αγγεία, χρυσά κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι από κρύσταλλο, εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο τάφος πιθανότατα κατέρρευσε τον 13ο αι. π.Χ. και εγκαταλείφθηκε γι' αυτό και δεν υπάρχουν μεταγενέστερα ίχνη σχετιζόμενα με τον τάφο. Νεκροταφείο υστερογεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ανακαλύφθηκε στην περιοχή των Κάτω Μύλων.
Διβούνια
Στο ομώνυμο ακρωτήριο αποκαλύφθηκε μια σειρά από οικιστικά λείψανα που ξεκινούν από τους προϊστορικούς χρόνους με συνέχεια ως την ρωμαϊκή περίοδο. Στη χερσόνησο Δίμαστο που χωρίζει τον όρμο Καλαφάτη στην Μύκονο από την παραλία Καλό Λιβάδι έχουμε ενδείξεις της πιθανής ύπαρξης άλλης μιας προϊστορικής πόλης. Άξια επίσκεψης είναι η Μαυροσπηλιά όπου βρέθηκαν πολλά εργαλεία και αντικείμενα της νεολιθικής εποχής. Μια μικρή εγκατάσταση στο λόφο πάνω από τα Καμπαναριά μάλλον ανήκει στις αρχές της 5ης χιλιετίας π.Χ. Στην Αναβολούσα και στο Παλιόκαστρο υπάρχουν οικισμοί των Πρωτοκυκλαδικών και Μεσοκυκλαδικών χρόνων αντιστοίχως.
Ο νεολιθικός οικισμός της Φτελιάς
Η ανασκαφή άρχισε το 1995 ως σωστική και μετά από διακοπή δύο χρόνων συνεχίζεται σήμερα ως συστηματική από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ο νεολιθικός οικισμός βρίσκεται στη Φτελιά της Μυκόνου, στο μυχό του κόλπου του Πανόρμου και βόρεια της οδού που οδηγεί στο χωριό Άνω Μερά. Η θέση είναι ακριβώς προσανατολισμένη στο βορρά και συνεπώς εκτεθειμένη στους ανέμους, πράγμα που θα καθιστούσε προβληματική τη διαβίωση σ' αυτήν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Το γεγονός όμως δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς νεολιθικές εγκαταστάσεις με παρόμοιο προσανατολισμό έχουν εντοπιστεί και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, όπως στην Κεφάλα Κέας, στο Σάλιαγκο της Αντιπάρου, στη Γκρόττα Νάξου, σε αρκετές θέσεις της Κύθνου και αλλού.
Από την αρχή της έρευνας άρχισαν να έρχονται στο φως κτηριακά λείψανα ενός μεγάλου προϊστορικού οικισμού. Οι παχιές επιχώσεις 1,60-2,30 μ. έχουν διασώσει τέσσερις οικοδομικές φάσεις, από τις οποίες διατηρείται καλύτερα η παλαιότερη. Στην τελευταία ανασκαφική περίοδο (2002) ανεσκάφη το μεγαλύτερο μέρος ενός κτηρίου με τοίχους ύψ. 1,50 μ. που έχει το σχήμα του «μεγάρου», ενώ βρέθηκαν αψιδωτά κτήρια και δύο στρογγυλά κτίσματα με ύψος 1,80 μ. που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως σιτοβολώνες (granaries). Παρόμοια κτήρια είναι ασυνήθιστα στη νεολιθική περίοδο, η διατήρησή τους μάλιστα σε τέτοιο ύψος δεν έχει άλλο προηγούμενο στο Αιγαίο. Γεωμορφολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η Φτελιά ήταν μία οικιστική εγκατάσταση, εκτάσεως 7-8 στρεμμάτων, που ήκμασε κατά τη Νεότερη Νεολιθική Ι και αποδεικνύεται σύγχρονη με τον γνωστό νεολιθικό οικισμό του Σάλιαγκου της Αντιπάρου. Μία σειρά από ραδιοχρονολογίες προσδιορίζουν την κατοίκηση στο χώρο από το 5100 μέχρι το 4500 περίπου π.Χ.
Μέσα στα κτήρια βρέθηκαν θραύσματα κεραμεικής αλλά και δεκάδες ακέραια αγγεία, που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς την ποιότητα της επιφάνειας και τα σχήματα. Σε ένα τοπικό εργαστήριο φαίνεται ότι ανήκουν χιλιάδες θραύσματα αγγείων με διακόσμηση από επίθετο λευκό και κόκκινο χρώμα που τοποθετείται μετά το ψήσιμο στη μαύρη στιλβωμένη επιφάνεια του αγγείου εξωτερικά και εσωτερικά. Εκτός από τα κεραμεικά ευρήματα βρέθηκαν σε εκπληκτική αφθονία και εργαλεία από οψιανό, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν πολλές δεκάδες αιχμών βελών και δοράτων άριστης ποιότητας που δείχνουν ιδιαίτερη εξειδίκευση στο κυνήγι. Παρόμοιες αιχμές βελών έχουν βρεθεί στο Σάλιαγκο της Αντιπάρου, αλλά και στη θέση Μαύρη Σπηλιά που δεν απέχει πολύ από τη Φτελιά. Το πλήθος πάντως των απολεπισμάτων που συνελέγησαν τόσο από την επιφάνεια όσο και από τα στρώματα της ανασκαφής, καθώς και πολλοί πυρήνες οψιανού καθιστούν σαφές ότι γινόταν επί τόπου η κατεργασία του υλικού που ερχόταν από τη Μήλο. Σε ένα δωμάτιο διαπιστώθηκε ότι υπήρχε χώρος εργαστηρίου.
Εντυπωσιακά ευρήματα είναι τα δύο γυναικεία πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν σε μικρό βάθος από την επιφάνεια. Το ένα είναι μικρό, του γνωστού στεατοπυγικού τύπου, χαρακτηριστικού της νεολιθικής περιόδου σε όλη την Ελλάδα, ενώ το άλλο έχει ύψος τουλάχιστον 0.30μ. και είναι τελείως ασυνήθιστο. ΄Εχει μακρύ κυλινδρικό λαιμό που απολήγει σε ωοειδές κεφάλι, λοξό προς τα πίσω, τριγωνικό σώμα που φέρει δύο κομβιόσχημες αποφύσεις στη θέση των μαστών και αμυδρή βάθυνση στο σημείο του αφαλού και παχείς στεατοπυγικούς γλουτούς.
Η μικρή ποσότητα οστρέων και ψαριών καθιστά προφανές ότι οι κάτοικοι του οικισμού ήταν κυρίως προσανατολισμένοι στην καλλιέργεια της γης, τη βόσκηση ζώων και το κυνήγι και όχι τόσο στο ψάρεμα. Λείψανα της νεολιθικής εποχής εντοπίστηκαν και σε λόφους ανατολικά της Φτελιάς, αλλά και σε άλλα σημεία του νησιού, πράγμα που δείχνει ότι η κατοίκηση ήταν πυκνή από πολύ πρώϊμη εποχή.
Γενικά η Μύκονος έχει σχήμα ακανόνιστου τριγώνου που διακόπτεται από μικρούς ορμίσκους, κυριότεροι των οποίων είναι ο Πάνορμος προς Β., ο Τούρλας προς Δ., όπου και ο κύριος λιμένας και η Χώρα (πρωτεύουσα). Κυριότερα ακρωτήρια της Μυκόνου είναι η Αληγόμαντρα (ΝΔ.) ο Αρμενιστής (ΒΔ.), και το Ευρύ (Α.) απέναντι από το Δραγονήσι. Σε απόσταση 2 μίλια ΝΔ. της νήσου βρίσκεται η ιστορική Δήλος και δυτικότερα αυτής η Ρήνεια που μαζί με άλλες βραχονησίδες, όλες ακατοίκητες, υπάγονται διοικητικά στη Μύκονο.
Το έδαφος της Μυκόνου είναι επί το πλείστον πετρώδες και ελάχιστα ομαλό. Υφίστανται μόνο δύο βουνά, αμφότερα δίκορφα μετρίου ύψους: ο Ανωμερίτης (ανατολικά) και ο Βορνιώτης (βόρεια). Και των δύο η υψηλότερη κορυφή τους λέγεται "Προφήτης Ηλίας". Η Μύκονος στερείται δασών και παρουσιάζει λίγη φυτεία με αντίστοιχη περιορισμένη καλλιέργεια κυρίως σε σιτάρι, σταφύλια και σύκα. Έχει πολλούς χείμαρρους και κανέναν ποταμό. Υφίσταται μόνο μια πηγή παρά τη θέση της Μονής Τουρλιανής. Η ύδρευση παλαιότερα γινόταν από πηγάδια. Σήμερα οι ανάγκες υδροδότησης καλύπτονται από το εργοστάσιο αφαλάτωσης, που λειτουργεί στην περιοχή του Κόρφου, και από τα δύο φράγματα, του Μαραθιού και της Μαούς.
Το υπέδαφος της Μυκόνου έχει χαρακτηριστεί πλούσιο σε κοιτάσματα μαγγανιούχου σιδήρου, χαλκού, και γαληνίτη, πλην όμως παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Κυριότερα γεωργικά προϊόντα είναι κριθάρι, σταφύλια και σύκα, καθώς και περιορισμένη κτηνοτροφία. Χαρακτηριστικό είναι το τυρί της Μυκόνου, η γνωστή «κοπανιστή» με πικάντικη καυτερή γεύση.Ένα, επίσης, τοπικό τυρί είναι η τυροβολιά (ή τ'ροβολιά στο μυκονιάτικο ιδίωμα),ανάλατο τυρί με το οποίο γίνεται το ξινότυρο και οι παραδοσιακές πίτες ,μελόπιτα και κρεμμυδόπιτα. Παλαιότερα η Μύκονος ήταν σπουδαίος κυνηγότοπος για ορτύκια και τρυγόνια. Επίσης οι κάτοικοι ασχολούνται και με την αλιεία, που δεν καλύπτει τις ανάγκες της νήσου.
Αρχικά η Μύκονος αποτελούσε τμήμα της Επισκοπής της Δήλου. Όταν όμως παρήκμασε η επισκοπή αυτή προσαρτήθηκε στην επισκοπή Τήνου. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Μύκονος ακολούθησε εκκλησιαστικά την τύχη και των άλλων νήσων των Κυκλάδων μέχρι της κατάληψης από τους Τούρκους (1537), οπότε η "Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία" ανασύνταξε τη Μητρόπολη Παροναξίας, στην οποία και τέθηκε εξαρχικά μέχρι το 1646, οπότε αποσπάσθηκε και αποτέλεσε τμήμα της επισκοπής Σίφνου και Μήλου. Σ΄ αυτήν παρέμεινε μέχρι το 1833, οπότε και συγχωνεύτηκε με την επισκοπή Κυκλάδων. Σήμερα υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Σύρου Τήνου και Άνδρου.
Σημειώνεται ότι, όταν η Μύκονος καταλήφθηκε από τους Γκίζη, ιδρύθηκε η λατινική επισκοπή Μυκόνου που διατηρήθηκε όμως μέχρι το 1449, όταν ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ λόγω έλλειψης πιστών ένωσε την επισκοπή αυτή μ΄ εκείνη της Τήνου, καιέκτοτε η επισκοπή αυτή ονομάζεται Επισκοπή Τήνου και Μυκόνου.
Ο δήμος Μυκόνου περιλαμβάνει το νησί της Μυκόνου, τα νησιά Ρήνεια και Δήλο, οι οποίες στην τοπική διάλεκτο καλούνται και "Δήλες", καθώς και μικρότερες νησίδες γύρω από τη Μύκονο. Αποτελείται από δύο δημοτικά διαμερίσματα.

Tags: