Μαορί

Μαορί, Μαόρι ή Μάορι (Māori) είναι το όνομα ιθαγενούς πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας, και της γλώσσας του.
Η λέξη māori σημαίνει «κανονικός» ή «κοινός» στην Μαορί γλώσσα και διακρίνει τα θνητά όντα από τους θεούς. Η λέξη έχει συγγενείς όρους σε μερικές άλλες Πολυνησιακές γλώσσες όπως τα Χαβαϊανά στα οποία η λέξη maoli σημαίνει «ντόπιος, ιθαγενής, αληθινός ή πραγματικός». Είναι επίσης το όνομα των ανθρώπων και της γλώσσας των Νήσων Κουκ, που αναφέρονται ως Μαορί Νήσων Κουκ.
Χάρτης με τις περιοχές των διάφορων ομάδων (iwi) των Μαορί, στη Νέα Ζηλανδία
Η Νέα Ζηλανδία ήταν μία από τις τελευταίες περιοχές του πλανήτη που έφτασαν οι άνθρωποι. Πολυνήσιοι ταξιδιώτες πιστεύεται πως μετανάστευσαν στη σημερινή Νέα Ζηλανδία από την ανατολική Πολυνησία κατά το τελευταίο μέρος της 1ης χιλιετίας. Επομένως οι καταγωγές των Μαορί δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτές των Πολυνήσιων προγόνων τους. Αρχαιολογικά και γλωσσολογικά στοιχεία υποδηλώνουν πως πιθανότατα υπήρξαν διάφορα κύματα μετανάστευσης από την Ανατολική Πολυνησία στη Νέα Ζηλανδία μεταξύ του 800 και του 1300. Η προφορική ιστορία των Μαορί περιγράφει την άφιξή τους από την Χαγουαΐκι (μυθική πατρίδα στην τροπική Πολυνησία) με μεγάλα ωκεάνια κανό (waka).
Κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε η ιδέα πως οι Μαορί είχαν ταξιδεύσει στη Νέα Ζηλανδία με τον αποκαλούμενο "Μεγάλο Στόλο του 1350 μ.Χ." που υποστηρίζει πως επτά κανώ έφτασαν ταυτόχρονα. Πιο πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν πων η άποψη αυτή κατάγεται από Ευρωπαίους ερευνητές περιλαμβανομένου του Πέρσι Σμιθ που προσπάθησαν να συνενώσουν διάφορους άσχετους Μαορί μύθους. Έπειτα το πλαστό σενάριο του στόλου έγινε αποδεκτό από κάποιους Μαορί όπως ο Τε Ράνγκι Χιρόα (Σερ Πίτερ Μπακ), και κέρδισε γενική αποδοχή μέχρι την αναίρεσή του στη δεκαετία του 1960 από την έρευνα του Ντέιβιντ Σίμμονς και άλλων. Στην πραγματικότητα πουθενά στις αυθεντικές ταξιδιωτικές παραδόσεις δεν υπάρχει αναφορά σε κάποια κανό που έφτασαν όλα μαζί σε ένα μέρος την ίδια στιγμή.
Οι μεταναστευτικές αφηγήσεις ποικίλουν ανάμεσα στις φυλές ή iwi Μαορί, των οποίων τα μέλη μπορούν να ταυτιστούν με διαφορετικά waka στις γενεαλογίες τους ή whakapapa. Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο ανθρώπινης εγκατάστασης στη Νέα Ζηλανδία πριν από τους ταξιδιώτες Μαορί. Από την άλλη, δυνατά στοιχεία από την αρχαιολογία, τη γλωσσολογία και την φυσική ανθρωπολογία υποδεικνύουν πως οι πρώτοι άποικοι ήταν Ανατολικοί Πολυνήσιοι που έγινα οι Μαορί.

Οι Ανατολικοί Πολυνήσιοι πρόγονοι των Μαορί ήταν κυνηγοί, ψαράδες και καλλιεργητές. Μετά την άφιξή τους στη Νέα Ζηλανδία, οι Μαορί έπρεπε να προσαρμόσουν άμεσα τον υλικό τους πολιτισμό και τις γεωργικές πρακτικές στο κλίμα της νέας γης, που ήταν κρύο και δριμύ σε σχέση με την τροπική Πολυνησία. Απαιτήθηκε μεγάλη ιδιοφυία για να καλλιεργήσουν τα τροπικά φυτά που είχαν φέρει μαζί τους από την Πολυνησία, όπως τα τάρο, κουμάρα, κολοκύθες και γιαμ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στις ψυχρότερες νότιες περιοχές της χώρας. Το χαρακεκε (λινάρι) χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο των φύλλων φοίνικα και των ινών ιβίσκου για την κατασκευή ψάθων, καλαθιών, σχοινιού, αλιευτικών διχτυών και ρουχισμού. Στις εποχικές δραστηριότητες περιλαμβάνονταν η καλλιέργεια κηπευτικών, το ψάρεμα και το κυνήγι πτηνών. Βασικά καθήκοντα ήταν χωρισμένα για άντρες και γυναίκες, αλλά υπήρχαν επίσης πολλές ομαδικές δραστηριότητες όπως η συλλογή τροφής και η καλλιέργεια τροφής, και οι πολεμικές δραστηριότητες. Η τέχνη ήταν και είναι προεξέχον μέρος του πολιτισμού όπως μαρτυρείται από τη σμίλευση σπιτιών, κανό, όπλων και άλλων αντικειμένων. Οι άνθρωποι φορούσαν επίσης πολύ διακοσμημένα προσωπικά κοσμήματα, και οι υψηλόβαθμοι είχαν συχνά σε μεγάλο βαθμό τατού.
Το marae είναι ένα κοινοτικό τελετουργικό κέντρο όπου λαμβάνουν χώρα συναντήσεις και τελετές σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρωτόκολα. Το μάραε συμβολίζει την ενότητα της ομάδας και γενικά αποτελείται από μια ανοιχτή περιοχή με γρασίδι μπροστά από ένα μεγάλο σμιλευμένο σπίτι συνάντησης, μαζί με μία αίθουσα τραπεζαρίας και άλλες εγκαταστάσεις απαραίτητες για να παρέχουν άνετη παραμονή στις επισκέπτριες ομάδες. Στη μάραε λαμβάνουν χώρα επίσημες λειτουργίες όπως επίσημα καλοσωρίσματα, γιορτές, γάμοι, βαπτίσεις, επανενώσεις φυλών, και tangihanga (κηδείες). Οι γηραιότεροι έχουν την εξουσία στη μάραε, και μεταλαμπαδεύουν στους νεώτερους παραδόσεις και πολιτιστικές πρακτικές όπως μύθους, τραγούδια, ή τις τέχνες της υφαντικής ή σμίλευσης. Οι ντόπιοι και οι επισκέπτες πρέπει να σεβαστούν συγκεκριμένους κανόνες, ιδιαίτερα κατά τα τελετουργικά της συνάντησης.
Η ιστορία των ξεχωριστών φυλετικών ομάδων διατηρείται μέσω αφηγήσεων, τραγουδιών και ψαλμωδιών, εξ ου και η σημαντικότητα της μουσικής, της ιστορίας και της ποίησης. Η ρητορική, η κατασκευή λόγων, είναι ιδιαίτερα σημαντικά στα τελετουργικά συνάντησης, και θεωρείται σημαντικό για έναν ομιλητή να περιλάβει παραπομπές από παραδοσιακές αφηγήσεις και από ένα σύνθετο σύστημα παροιμιών, που ονομάζεται whakataukī.
Η θρησκεία των Μαορί είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση και τους προγόνους, και όλα τα πράγματα θεωρείται πως έχουν μια δύναμη ζωής ή mauri, αφού όλα τα ζώντα όντα συνδέονται από μία κοινή καταγωγή μέσω της whakapapa ή γενεαλογίας. Μερικοί άνθρωποι ή αντικείμενα περιέχουν mana - πνευματική δύναμη ή ουσία. Σε συμφωνία με την Πολυνησιακή παράδοση, ο Τανγκαρόα (Tangaroa) είναι ο θεός του ωκεανού και η καταγωγή όλων των ψαριών. Ο Τάνε (Tane) είναι ο θεός του δάσους και η καταγωγή όλων των πτηνών, και ο Ρόνγκο (Rongo) είναι ο θεός των ειρηνικών δραστηριοτήτων και της γεωργίας. Σύμφωνα με κάποιους ο ανώτατος θεός των Μαορί είναι ο Ιό (Io), ωστόσο η ιδέα αυτή είναι αμφισβητήσιμη. Το tapu μπορεί να ερμηνευθεί ως "ιερό", ως "πνευματικός περιορισμός" ή "συνεπαγόμενη απαγόρευση". Περιλαμβάνει κανόνες και απαγορεύσεις. Υπάρχουν δύο είδη ταπού, το ιδιωτικό (σε σχέση με τα άτομα) και το κοινό ταπού (σχετικό με τις κοινότητες). Ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή ένα μέρος, που είναι ταπού, δεν πρέπει να ακουμπηθεί από άνθρωπο, σε μερικές περιπτώσεις, ούτε καν να πλησιαστεί (εξ ου και η λέξη μας "ταμπού"). Ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή ένα μέρος μπορεί να ιεροποιηθεί με ταπού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στις παλαιότερες εποχές, τα υψηλόβαθμα μέλη της φυλής δεν θα άγγιζαν αντικείμενα που ανήκαν σε χαμηλόβαθμα μέλη. Αυτό θεωρείτο "μόλυνση" και τα χαμηλόβαθμα άτομα δεν μπορούσαν να αγγίξουν τα αποκτήματα ενός υψηλόβαθμου ατόμου. Η ποινή ήταν ο θάνατος. Μια παραβίαση του ταπού μπορούσε να είχε φρικτές συνέπειες, περιλαμβανομένων του θανάτου του παραβάτη μέσω αρρώστειας ή στα χέρια αυτού που επηρεάστηκε από την προσβολή. Σε παλαιότερες εποχές το φαγητό που μαγειρευόταν για έναν υψηλόβαθμο σεν μπορούσε να καταναλωθεί από έναν κατώτερο. Το σπίτι ενός αρχηγού ήταν ταπού, και ακόμα και ο αρχηγός σεν μπορούσε να φάει φαγητό στο εσωτερικό του σπιτιού του. Όχι μόνο τα σπίτια των υψηλόβαθμων θεωρούνταν ταπού αλλά ακόμα και τα αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους όπως ο ρουχισμός. Οι χώροι ταφής και τα μέρη θανάτου ήταν πάντα ταπού, και οι τοποθεσίες αυτές συχνά περιβάλλονταν από προστατευτικό φράκτη. Στην προ-επαφής κοινωνία το ταπού ήταν μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις στη ζωή των Μαορί. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 1800, οι Μαορί δέχτηκαν με ενθουσιασμό τον Χριστιανισμό και τις αρχές του και τις προσάρμοσαν στον πολιτισμό τους. Σήμερα, το ταπού τηρείται ακόμη σε θέματα σχετικά με αρρώστεια, θάνατο και ταφή.
Το χάκα (haka) είναι ένα από τα πολλά είδη ομαδικού χορού ή παράστασης. Εκτελούνται διάφορα χάκα σε σχέση με την περίπτωση. Υπάρχουν χάκα τραγουδιού και χαράς, και πολεμικά χάκα. Υπάρχουν διάφορου τύποι πολεμικού χάκα - ένα που εκτελείται χωρίς όπλα, συνήθως για να εκφράσει δημόσια ή ιδιωτικά αισθήματα, είναι γνωστό ως "haka taparahi". Ένα άλλο, το peruperu, εκτελείται με όπλα. Σε παλαιότερες εποχές, το περουπέρου εκελείτο πριν από τη μάχη. Σκοπός του ήταν να επικληθεί τον θεό του πολέμου και να προειδοποιήσει τους εχθρούς για τη μοίρα που τους περίμενε. Περιλάμβανε άγριες εκφράσεις προσώπου και γκριμάτσες, το βγάλσιμο της γλώσσας, φούσκωμα των ματιών, γρυλίσματα και κραυγές, και το κούνημα των όπλων. Αν το χάκα δεν εκτελείτο με πλήρη ομοφωνία, αυτό θεωρείτο κακός οιωνός για τη μάχη. Συχνά οι πολεμιστές πήγαιναν γυμνοί στη μάχη, πέρα από μία πλεκτή από λινάτι ζώνη γύρω από τη μέση. Σκοπός των πολεμιστών ήταν ν ασκοτώσουν όλα τα μέλη από την εχθρική πολεμική ομάδα, ώστε να μην παραμείνει κανείς επιζών που να πάρει εκδίκηση. Στο σημερινό περιβάλλον ωστόσο, το χάκα εκτελείται ως σημάδι σεβασμού για εκλεκτούς επισκέπτες, ή για να εκφράσει την σημαντικότητα της περίστασης. Η εθνική ομάδα ράγκμπυ της Νέας Ζηλανδίας, οι Ολ Μπλακς, εκτελούν ένα χάκα πριν από τους διεθνείς αγώνες ως αντανάκλαση όχι μόνο της σημαντικότητας του παιχνιδιού που θα γίνει, αλλά επίσης για να κινητοποιήσουν τους εαυτούς τους και τους υποστηρικτές τους σε μεγαλύτερες προσπάθειες. Έπειτα έμμεσα, όπως στις μέρες των παλιών στα πεδία μάχης των Μαορί, κάνουν μια φιλοφρόνηση στις διακριτές ικανότητες του αντιπάλου τους.
Ως πολιτιστική πρακτική το τατουάζ (tā moko) ήρθε με τους Μαορί από την Ανατολική Πολυνησιακή εστία, και τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται σε άλλα μέρη της Πολυνησίας (βλέπε τον Buck 1974:296, που παρατίθεται παρακάτω στο τμήμα παραπομπών). Πιστεύεται πως στην παραδοσιακή κοινωνία πολλοί ή οι περισσότεροι από τους υψηλόβαθμους είχαν τατουάζ, και αυτοί που δεν διέθεταν καθόλου θεωρούνταν άτομα κατώτερου κοινωνικού στάτους. όμως ο Σίμμονς (1997), παρέχει αναφορές για υπηρέτες που είχαν τατουάζ με σχέδια που δήλωναν πως ήταν σκλάβοι ενός ανώτερου αρχηγού. Η απόκτηση των τατουάζ αποτελούσαν σημαντικό ορόσημο για το ταξίδι ενός ανθρώπου στην ωριμότητα και συνοδευόταν από πολλά τελετουργικά και ιεροτελεστίες. Πέρα από τη δήλωση της θέσης και του βαθμού, ένας άλλος λόγος για την πρακτική στην παραδοσιακή εποχή ήταν να καταστήσει το άτομο ελκυστικότερο στο αντίθετο φύλο. Οι γυναίκες δεν είχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό τατουάζ: με μερικές εξαιρέσεις, ήταν διακοσμημένα μόνο τα χείλη τους και το πηγούνι τους. Τα πρόσφατα χρόνια έχει σημειωθεί μαι αναγέννηση της πρακτικής των τατουάζ και από άντρες και από γυναίκες, ως σημάδι πολιτιστικής ταυτότητας και αντανάκλαση της γενικότερης αναζωογόνησης της γλώσσας και του πολιτισμού.
Με την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της γης τους από τους Ευρωπαίους αποίκους, οι Μαορί εισήλθαν σε μια περίοδο παρακμής, και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα θεωρήθηκε πως ο πληθυσμός των Μαορί θα έπαυε να υπάρχει ως ξεχωριστή φυλή και θα αφομοιωνόταν από τον Ευρωπαϊκό πληθυσμό. Η προβλεπόμενη παρακμή δεν συνέβη, και τα επίπεδα πληθυσμού συνήλθαν. Παρά τον μεγάλο βαθμό ανάμειξης μςταξύ των Μαορί και Ευρωπαϊκών πληθυσμών, οι Μαορί μπόρεσαν να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 υπέστη πολιτιστική αναζωογόνηση. Κανένας Μαορί δεν ζεί σήμερα κατά τον παραδοσιακό προ-Ευρωπαϊκής επαφής τρόπο ζωής.
Κάποιες ευνοϊκές κυβερνήσεις και ο πολιτικός ακτιβισμός οδήγησαν στην αποζημίωση για συγκεκριμένες ιστορικές περιπτώσεις άδικης δήμευσης και παραβίασης άλλων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ένα ειδικό δικαστήριο, το Δικαστήριο Γουαϊτάνγκι, εγκαθιδρύθηκε για να ερευνήσει και να κάνει συστάσεις για τέτοια θέματα. Ως αποτέλεσμα των αποζημιώσεων, οι Μαορί σήμερα έχουν σημαντικά συμφέροντα στην αλιευτική και δασική βιομηχανία.
Σε πολλές περιοχές της Νέας Ζηλανδίας, η Μαορί γλώσσα έπαυσε να χρησιμοποιείται ως ζωντανή κοινοτική γλώσσα (από σημαντικό αριθμό ανθρώπων) στα μεταπολεμικά χρόνια. Η αναζωογονητική προσπάθεια βοηθάται από γεναιόδωρες κρατικές χρηματοδοτήσεις. Ο Μαορί πολιτισμός και γλώσσα διδάσκονται στα περισσότερα Νεοζηλανδικά σχολεία, και προ-σχολικά kohanga reo ή γλωσσικές φωλιές, διδάσκουν tamariki ή νέα παιδιά αποκλειστικά Μαορί. Η Μαορί Τηλεόραση, ένας κρατικά επιχορηγούμενος τηλεοπτικός σταθμός είναι δεσμευμένος να μεταδίδει κυρίως σε Μαορί γλώσσα. Ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου 2004. Η Μαορί γλώσσα έχει ισοδύναμο στάτους με τα Αγγλικά στην κυβέρνηση και τον νόμο. Οι Μαορί πολιτικοί έχουν επτά οριζόμενες Μαορί έδρες στο Κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας (και μπορούν να καταλάβουνν Γενικές έδρες), και πολλά Νεοζηλανδικά συμβούλια και κυβερνητικές οργανώσεις έχουν ως συνηθισμένη υποχρέωση να μελετήσουν και να συμβουλευτούν μαζί με τους Μαορί.
Παρά τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές προόδους κατά τον 20ο αιώνα, οι Μαορί έχουν ακόμα φτωχά αποτελέσματα στις περισσότερες στατιστικές υγείας και εκπαίδευσης, στην εργατική συμμετοχή ενώ υπερ-εκπροσωπούνται σε στατιστικές εγκλημάτων και τιμωρίας.

Tags: