Δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα χρέους και οικονομική ανάπτυξη

Του δρος Πλατωνα Μονκρουσου* Μια χώρα δεν μπορεί να καταναλώνει στο διηνεκές πολύ περισσότερα από όσα παράγει, αφού το εξωτερικό της χρέος θα αυξηθεί σε τέτοια επίπεδα που θα καθίσταται πλέον αδύνατη η χρηματοδότησή του. Η ανωτέρω αρχή έχει επιβεβαιωθεί με τον πλέον δραματικό τρόπο στην περίπτωση της Ελλάδας από τα τέλη του 2009 και εντεύθεν. Συγκεκριμένα, η δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο και στη δημοσιονομική θέση της χώρας επί σειρά ετών ενέτειναν τις ανησυχίες των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του εξωτερικού της χρέους, οδηγώντας σε απότομη παύση της χρηματοδότησης του Δημοσίου και, ως αποτέλεσμα, του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από τις διεθνείς αγορές. Από τον Μάιο του 2010 έως σήμερα, η χρηματοδότηση αυτή συντελείται μέσω των δανείων που λαμβάνει η χώρα από τους Ευρωπαίου εταίρους και το ΔΝΤ καθώς και μέσω των έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας από το ευρωσύστημα προς τις ελληνικές τράπεζες. Οι εξελίξεις αυτές επέτρεψαν τη συνέχιση των βασικών λειτουργιών του κράτους και απέτρεψαν μια πρωτόγνωρη πιστωτική ασφυξία της εγχώριας οικονομίας. Σημειώνεται ότι: (α) Την περίοδο Μάιος 2010 Δεκέμβριος 2011, περί το 20%, περίπου, της δανειοδότησης (ύψους 73 δισ. ευρώ) από τους Ευρωπαίου εταίρους και το ΔΝΤ χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματός της, δηλαδή για την κάλυψη μέρους των δημοσίων δαπανών (μεταξύ άλλων, για μισθούς, συντάξεις και φάρμακα) που δεν μπορούσαν να καλυφτούν από τα φορολογικά ή άλλα έσοδα, (β) ένα μεγάλο μέρος (περί τα 35 δισ. ευρώ) των διαθέσιμων πόρων της νέας δανειακής σύμβασης έχει ήδη διατεθεί για την επιτυχή ολοκλήρωση του PSI που, με τη σειρά του, ελαττώνει σημαντικά το δημόσιο χρέος και συμβάλλει στη δραστική μείωση των μελλοντικών δαπανών για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων, (γ) το νέο πρόγραμμα παρέχει επίσης σημαντική χρηματοδότηση (έως 50 δισ. ευρώ) για την ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε να αποκατασταθεί σταδιακά η ικανότητά του να παράσχει, εκ νέου, πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία και (δ) οι συνολικές χορηγήσεις των ελληνικών τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα παραμένουν κοντά στα επίπεδα που ήταν στα τέλη του 2009, παρά τη μεγάλη μείωση των καταθέσεων (κατά 30%, περίπου) και τη σημαντική αύξηση των τοποθετήσεων των τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου την τελευταία τριετία. Ποιο το βασικό συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω; Η όποια επαναδιαπραγμάτευση των παραμέτρων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ είναι αναγκαίο να μη θέτει σε κίνδυνο την ομαλή ροής της αναγκαίας εξωτερικής χρηματοδότησης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχιση των βασικών λειτουργιών του κράτους και να αποφευχθεί μια καταστροφική απομόχλευση της εγχώριας οικονομίας.* Επικεφαλής Διεύθυνσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης Eurobank EFG